δενδρώνας

δενδρώνας
και δενδριώνας, ο (AM δένδρων)
τόπος κατάφυτος με δένδρα, άλσος, δάσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρον + (επίθημα) -ών δηλωτικό ονομάτων τόπου (πρβλ. αμπελ-ών, ανδρ-ών). Ο τ. δενδρ-ιώνας σχηματίστηκε αναλογικά προς τα καλαμ-ιώνας, κυπαρισσ-ιώνας)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δένδρο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 94 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 58 χλμ. ΒΔ της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξυλοκάστρου. * * * και δέντρο, το (AM δένδρον Α και δένδρος, δένδρεον, δένδρειον)… …   Dictionary of Greek

  • δένδρωμα — δένδρωμα, το (Α) ο δενδρώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρον (πρβλ. δέσμωμα, δεσμός). Οι λέξεις δένδρωμα και δενδρών* χρησιμοποιήθηκαν στους όψιμους χρόνους για να δηλώσουν τον δασωμένο τόπο] …   Dictionary of Greek

  • δενδριώνας — ο βλ. δενδρώνας …   Dictionary of Greek

  • δενδρών — ο βλ. δενδρώνας …   Dictionary of Greek

  • δενδροκομείο ή δεντροκομείο — Έκταση γης φυτεμένη με δασικά ή καρποφόρα δέντρα, όπως η ελιά, η μηλιά, τα εσπεριδοειδή, η λεύκη, ο σφένδαμος κλπ. Ονομάζεται και δενδρώνας. Τα δέντρα φυτεύονται κατά διάφορα συστήματα διάταξης, κατά γραμμές, ρόμβους ή τετράγωνα. Υπάρχουν δ. με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”